μπιρ
(αριθμ.)
μπιρ
[bir]
Αξ., κ.α., Μισθ., Σινασσ.
Από το τουρκ. αριθμ. bir = ένας.
Ένας, κυρίως σε φρ.
ό.π.τ.
:
|| Φρ.
Μπιρ αλτούν μπαχτσίς
(Ένα χρυσό δώρο˙ λεγόταν μετά από κάθε ευχή του παπά ο οποίος παρίστατο κατά την προσφορά των δώρων του γάμου)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Μπίρ μου- μπίρ σου
(Μία σου και μία μου˙ σειρά σου και σειρά μου)
Σινασσ.
-Βλασ.
Μπιρ βαqίτ κειοτάν ντυό αρqαdάσ̑α
(Μιά φορά ήταν δυο φίλοι˙ αρχή παραμυθιού)
Αξ.
-Dawk.