ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μπιρ (αριθμ.) μπιρ [bir] Αξ., κ.α., Μισθ., Σινασσ. Από το τουρκ. αριθμ. bir = ένας.
Ένας, κυρίως σε φρ. ό.π.τ. : || Φρ. Μπιρ αλτούν μπαχτσίς (Ένα χρυσό δώρο˙  λεγόταν μετά από κάθε ευχή του παπά ο οποίος παρίστατο κατά την προσφορά των δώρων του γάμου) Μισθ. -Κωστ.Μ. Μπίρ μου- μπίρ σου (Μία σου και μία μου˙ σειρά σου και σειρά μου) Σινασσ. -Βλασ. Μπιρ βαqίτ κειοτάν ντυό αρqαdάσ̑α (Μιά φορά ήταν δυο φίλοι˙ αρχή παραμυθιού) Αξ. -Dawk.