ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μπινεύω (II) (ρ.) πινεύω [piˈnevo] Ανακ. Αόρ. πίνεψα [ˈpinepsa] Ανακ. Από το τουρκ. ρ. binmek = α) καβαλάω υποζύγιο β) επιβιβάζομαι σε μεταφορικό μέσο, όπου και διαλ. τύπ. pinmek και το παραγωγ. επίθμ. -εύω. Η λ. Πόντ.
Καβαλώ : || Ασμ. Χρονιάρης πιάνει το σπαθί, στα δύο το κοντάρι
στα τρία και τα τέσσερα πινεύ' καβαλλικεύει
(Ενός έτους πιάνει το σπαθί, στα δύο το κοντάρι
στα τρία και τα τέσσερα ανεβαίνει στο άλογο και καβαλάει)
Ανακ. -Θέρ.Ακρ.
Συνών. αναβαίνω, ατλαντίζω, καλλικεύω, μπιντώ