μπινεύω (II)
(ρ.)
πινεύω
[piˈnevo]
Ανακ.
Αόρ.
πίνεψα
[ˈpinepsa]
Ανακ.
Από το τουρκ. ρ. binmek = α) καβαλάω υποζύγιο β) επιβιβάζομαι σε μεταφορικό μέσο, όπου και διαλ. τύπ. pinmek και το παραγωγ. επίθμ. -εύω. Η λ. Πόντ.