ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μπιντώ (ρ.) μπινdού [bin'du] Ουλαγ. Αόρ. μπίνσα [ˈbinsa] Ουλαγ. Υποτ. μπινdήσω [bin'diso] Ουλαγ. Από το τουρκ. ρ. binmek = α) καβαλάω υποζύγιο β) επιβιβάζομαι σε μεταφορικό μέσο.
Ανεβαίνω σε ζώο, καβαλάω Ουλαγ. : Απεκού μπίνσε ντο άλογο και πήγε (Τότε ανέβηκε στο άλογο και έφυγε) Ουλαγ. -Dawk. Σόνανταν μπίνσαν ντ' αλόγατα και πήγιαν (Μετά ανέβηκαν στα άλογα και έφυγαν) Ουλαγ. -Dawk. Συνών. αναβαίνω, ατλαντίζω, καλλικεύω, μπινεύω