μπιντώ
(ρ.)
μπινdού
[bin'du]
Ουλαγ.
Αόρ.
μπίνσα
[ˈbinsa]
Ουλαγ.
Υποτ.
μπινdήσω
[bin'diso]
Ουλαγ.
Από το τουρκ. ρ. binmek = α) καβαλάω υποζύγιο β) επιβιβάζομαι σε μεταφορικό μέσο.