ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μπίργαντα (επίρρ.) μπίργαdα [ˈbirɣada] Μισθ. μπίργαδα [ˈbirɣaða] Μισθ. βέργαdα [ˈverɣada] Μισθ. Πιθ. από την τουρκ. φρ. bir anda = α) γρήγορα β) ξαφνικά, με σημασιολογ. επίδρ. του επιρρ. βίρα, όπου και τύπ. μπίρα.
Συνεχώς : Tσοχάϊα ’ς Τουρκία φόρουνα ντα μπίργαdα (τσόχες στην Τουρκία φορούσα συνεχώς) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Μπίργαδα φ'καλώ (Συνεχώς σκουπίζω) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Μπίργαdα κρούει ντα φσ̑άχα (Συνεχώς δέρνει τα παιδιά) Μισθ. -Φατ. Ντου σκυλί μας μπίργαντα γαβλαΐζ' (Το σκυλί μας γαβγίζει διαρκώς) Μισθ. -Φατ. Μπίργαdα ζολμονώ ντου τσ̑αdουρβάν (Συνεχώς ξεχνάω την ομπρέλλα μου) Μισθ. -Φατ.