μπίργαντα
(επίρρ.)
μπίργαdα
[ˈbirɣada]
Μισθ.
μπίργαδα
[ˈbirɣaða]
Μισθ.
βέργαdα
[ˈverɣada]
Μισθ.
Πιθ. από την τουρκ. φρ. bir anda = α) γρήγορα β) ξαφνικά, με σημασιολογ. επίδρ. του επιρρ. βίρα, όπου και τύπ. μπίρα.
Συνεχώς
:
Tσοχάϊα ’ς Τουρκία φόρουνα ντα μπίργαdα
(τσόχες στην Τουρκία φορούσα συνεχώς)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Μπίργαδα φ'καλώ
(Συνεχώς σκουπίζω)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Μπίργαdα κρούει ντα φσ̑άχα
(Συνεχώς δέρνει τα παιδιά)
Μισθ.
-Φατ.
Ντου σκυλί μας μπίργαντα γαβλαΐζ'
(Το σκυλί μας γαβγίζει διαρκώς)
Μισθ.
-Φατ.
Μπίργαdα ζολμονώ ντου τσ̑αdουρβάν
(Συνεχώς ξεχνάω την ομπρέλλα μου)
Μισθ.
-Φατ.