μπελερντώνω
(ρ.)
Αόρ.
μπελέρντωσα
[belerˈdosa]
Σινασσ.
Από το τουρκ. ρ. belermek = α) γουρλώνω τα μάτια β) διαλεκτ., μελανιάζω από τσίμπημα γ) για ζώο, πεθαίνω, και το παραγωγ. επίθμ. -ώνω.
Τρώω υπερβολικά, σκάω από το πολύ φαγητό
Τροποποιήθηκε: 20/06/2025