ζύγιασμα
(ουσ. ουδ.)
ζ̑ύγιασμα
[ʒiˈʝazma]
Μαλακ.
ζύιασμα
[ˈziiazma]
Σίλ.
ζύασμα
[ˈziazma]
Σίλ.
Νεότ. ουσ. ζύγιασμα, το οπ. από το ρ. ζυγιάζω και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Ζύγισμα
ό.π.τ.