ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ζυμάρι (ουσ. ουδ.) ζυμάρι [ziˈmari] Αξ., Σινασσ., Φάρασ., Φκόσ. ζυμάρ' [ziˈmar] Αξ., Γούρδ., Δίλ., Μαλακ., Μισθ., Σίλατ., Σίλ., Τροχ., Φλογ. ζ̑υμάρ’ [ʒiˈmar] Ανακ., Αξ., Αραβαν., Μισθ., Τσαρικ., Φερτάκ., Φλογ. ζουμάρι [zuˈmari] Σίλ. ζουμάρ' [zuˈmar] Μισθ. τζ̑υμάρ' [dʒiˈmar] Ουλαγ. Από το μεσν. ουσ. ζυμάριον.
1. Ζυμάρι από αλεύρι και νερό για την παραγωγή ψωμιού ό.π.τ. : Μι ντ’ αλέβιρ’ σ̑άνουμ’ του ζ̑υμάρ’ (με το αλεύρι φτιάχνουμε το ζυμάρι) Μισθ. -Κωστ.Μ. Ντου ζυμάρ’ σηκώην (Το ζυμάρι φούσκωσε) Μισθ. -Κοτσαν. || Φρ. Ζυμαριού ταχτά (Του ζυμαριού ο πίνακας˙ η πινακωτή) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Ζυμαριού σοφρά (Του ζυμαριού σοφράς˙ το πάνινο κάλυμμα με το οπ. σκέπαζαν το ζυμάρι για να φουσκώσει) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Του ζ̑υμαριού το ξ̑ύσ̑τρο (Του ζυμαριού η ξύστρα˙ το εργαλείο, με το οπ. έξυναν και καθάριζαν την σκάφη από το ζυμάρι) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Τυπώνω το ζ̑υμάρ’ (Χωρίζω την ζύμη σε κομμάτια˙ φτιάχνω ψωμί) Ανακ. -Κωστ.Α. Κόλλ’νεν το ζ̑υμάρι τ’ (Κολλούσε το ζυμάρι του˙ έφτιαχνε ψωμί) Αξ. -Dawk. Το ζ̑υμάρ' ήρτεν (Το ζυμάρι ήρθε˙ το ζυμάρι φούσκωσε) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Μάνα, ντου ζ̑υμάρ’ σ’ απ’ του σκεφί με μισ̑αρλαντίσ’ (Μάνα, το ζυμάρι σου από την σκάφη˙ το έλεγε η κόρη ως παράπονο όταν ο άντρας με την οποία την πάντρεψε ο πατέρας της δεν της άρεσε) Μισθ. -Κωστ.Μ. || Ασμ. Οι ζευγάδες κρεύουν βρεχός, τα σκιαφιά κρεύ’νι ζουμάρ’, τσ̑ι φσ̑αχά κρεύ’νι ψωμί (Οι ζευγάδες θέλουν βροχή, οι σκάφες θέλουν ζυμάρι, τα παιδιά θέλουν ψωμί
μετάφραση τουρκικής προσευχής σε λιτανεία κατά της λειψυδρίας)
Μισθ. -Κωστ.Μ.
2. Μάζα από αλεσμένο λιναρόσπορο και νερό, για συμπίεση στο ελαιοπιεστήριο (μάγγανο) Φλογ.