γιατούχα
(ουσ. θηλ.)
γιατούχα
[ʝaˈtuxa]
Σίλ.
Πληθ.
γιατούχες
[ʝaˈtuçes]
Σίλ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. yatık ή yatuk= α) κοντό και ρηχό μπουκάλι β) δοχείο νερού.
Μπουκάλι
Σίλ.
:
Μαρία κι πήρι τσ̑η γιατούχα, ήπιι ένα νιαρό
(Και η Μαρία πήρε το μπουκάλι, ήπιε νερό)
Σίλ.
-Dawk.
Συνών.
σισές :1