ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γιατούχα (ουσ. θηλ.) γιατούχα [ʝaˈtuxa] Σίλ. Πληθ. γιατούχες [ʝaˈtuçes] Σίλ. Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. yatık ή yatuk= α) κοντό και ρηχό μπουκάλι β) δοχείο νερού.
Μπουκάλι Σίλ. : Μαρία κι πήρι τσ̑η γιατούχα, ήπιι ένα νιαρό (Και η Μαρία πήρε το μπουκάλι, ήπιε νερό) Σίλ. -Dawk. Συνών. σισές :1