γιασλαντίζω
(ρ.)
γιασ̑λαdίζου
[ʝaʃlaˈdizu]
Μισθ.
Από το τουρκ. ρ. yaslamak = ακουμπώ κάτι σε κάτι άλλο.
Ακουμπώ.
Συνών.
ακουμπίζω, γιασταντίζω
Τροποποιήθηκε: 13/08/2025