γιασλαντίζω
(ρ.)
γιασ̑λαντίζου
[ʝaʃlaˈdizu]
Μισθ.
Από το τουρκ. ρ. yaslamak = ακουμπώ κάτι σε κάτι άλλο.
Ακουμπώ.
Συνών.
ακουμπίζω, γιασταντίζω