ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γιασμάκι (ουσ. ουδ.) γιασμάκι [ʝaˈzmaci] Μαλακ. γιασμάτσ' [ʝaˈzmats] Μισθ. γιασ̑μάχ' [ʝaˈʃmax] Αξ., Μισθ. γιοσ̑μάχ̇ι [ʝoˈʃmaxi] Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. yaşmak = είδος καλύπτρας, όπου και διαλεκτ. τύπ. yaşmah.
Γυναικείος κεφαλόδεσμος, που κάλυπτε και το κάτω μέρος του προσώπου ό.π.τ. : Μόλις ερόδουν πεχερό, νύφ' σηκώδουν, ταύρανιν ντου γιασ̑μάχ' (Μόλις ερχόταν ο πεθερός, η νύφη σηκωνόταν και τραβούσε την μαντήλα) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Συνών. γεμενί :1, γιασμάς, πλου :1