γιασμάκι
(ουσ. ουδ.)
γιασμάκι
[ʝaˈzmaci]
Μαλακ.
γιασμάτσ'
[ʝaˈzmats]
Μισθ.
γιασ̑μάχ'
[ʝaˈʃmax]
Αξ., Μισθ.
γιοσ̑μάχ̇ι
[ʝoˈʃmaxi]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. yaşmak = είδος καλύπτρας, όπου και διαλεκτ. τύπ. yaşmah.