ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γεμενί (ουσ. ουδ.) γεμενί [ʝemeˈni] Ανακ., Αξ., Μαλακ., Μισθ., Σινασσ., Τροχ., Φάρασ., Φκόσ., Φλογ. γιαμενί [ʝameˈni] Μισθ., Τσαρικ., Φάρασ. γιαμανί [ʝamaˈni] Μισθ. Νεότ. ουσ. γεμενί (Mackridge 2021: 72) και γιαμενί (Λεξ. Σομ.), τα οπ. από το τουρκ. ουσ. yemeni (< αραβ. yamanī = από την Υεμένη) = α) είδος γυναικείου κεφαλομάντηλου β) είδος ελαφρού παπουτσιού.
1. Kεφαλομάντηλο καθημερινής χρήσης που φορούσαν οι γυναίκες για να κρύψουν το πρόσωπό τους, μαντήλα, τσεμπέρι ό.π.τ. : Ντα ναίτσις φόρουναν ντα γεμενία, σκέπαζαν τσι δα προσούπαδα ούλου· μόνου δα μάτια φαίνονταν όξω (Οι γυναίκες φορούσαν τα γεμενιά, σκέπαζαν και τα πρόσωπά τους εντελώς· μόνο τα μάτια φαίνονταν έξω) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Ντήισ̑καν τα μάτια τ' μ' ένα γιαμενί (Του έδεναν τα μάτια μ' ένα μαντήλι) Μισθ. -Κωστ.Μ. Ντα γιαμανιά τ'νι σαλάιζαν ντα; (Τα κεφαλομάντηλά τους τα κουνούσαν;) Μισθ. -Φατ. Σι κανά γάμους να πάν', νύφ' φόρουνι ντου γιαμανί (Όταν πήγαιναν σε γάμο, η νύφη φορούσε την μαντήλα) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Ε, σιφταχνά 'α χρόνια φόρουναν τσι γιαμανί (Ε, τα παλιά τα χρόνια φόραγαν και μαντήλα) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Κόρ' κλαίει τσ̑όλας αλλά μι δου γιαμανί ομbρό τ' ταυρημένου (Η κόρη κλαίει κιόλας αλλά με την μαντήλα τραβηγμένη μπροστά της) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Συνών. γιασμάκι, γιασμάς, τσάρι
2. Είδος χονδροειδούς πρόχειρου υποδήματος Αξ., Σίλ., Σινασσ., Φάρασ., Φκόσ., Φλογ.
3. Συνεκδοχ., ποσό που πλήρωνε ο γαμπρός στην οικογένεια της νύφης για να συμφωνηθεί ο γάμος Μισθ. Συνών. γιολούχ