γέμω
(ρ.)
γέμω
[ˈʝemo]
Τελμ.
γιόμω
[ˈʝomο]
Αξ., Μαλακ., Μισθ.
Προστ.
'έμω
[ˈemο]
Φάρασ.
Από το αρχ. ρ. γέμω. Ο τύπ. γιόμω ήδη νεότ.
Είμαι γεμάτος
ό.π.τ.
:
Το κεφάλ' γιόμ' γιαράγια
(Το κεφάλι του είναι γεμάτο πληγές)
Αξ.
-Μαυροχ.
Γειτονιά γιόμ' γαρπούσ̑α
(H γειτονιά είναι γεμάτη καρπούζια)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
'έμω ντα αρέτζα τη κ͑άζα
(Γέμισ' την αμέσως την χήνα)
Φάρασ.
-Dawk.
|| Παροιμ.
Η γουώσσα λέ’ τα κα, η τσ̑οιλία σου ’έμει δεβόλοι
(Η γλώσσα σου λέει τα καλά, η κοιλιά σου είναι γεμάτη διαβόλους˙ για τους ανειλικρινείς)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
|| Ασμ.
Eγώ για τον Κωνστάνdινον εννιά πιθάρ' ανοίγω.
Ανοίζει τὄνα, δέν εχει, ανοίζει τ' άλλο, γέμει (Εγώ για τον Κωνσταντίνο εννιά πιθάρια (κρασί) ανοίγω.
Ανοίγει το ένα, δεν έχει, ανοίγει το άλλο, είναι γεμάτο) Τελμ. -Lag. Πβ. γεμώνω
Ανοίζει τὄνα, δέν εχει, ανοίζει τ' άλλο, γέμει (Εγώ για τον Κωνσταντίνο εννιά πιθάρια (κρασί) ανοίγω.
Ανοίγει το ένα, δεν έχει, ανοίγει το άλλο, είναι γεμάτο) Τελμ. -Lag. Πβ. γεμώνω