ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γεμάτος (επίθ.) γεμάτο [ʝeˈmato] Ανακ. γεμάτους [ʝeˈmatus] Φάρασ. γιομάτους [ʝoˈmatus] Σίλ. γιουμάτους [ʝuˈmatus] Σίλ. Μεσν. επίθ. γεμάτος. Ο τύπ. γιομάτος ήδη νεότ.
1. Γεμάτος ό.π.τ. : Γιομάτσ̑η κούπα ήρτι (Η κούπα ξεχείλισε) Σίλ. -Κωστ.Σ. Εμείς είδαμε σε, και σακκούλα μας να 'ενεί γεμάτο (Εμείς σε είδαμε, και η σακκούλα μας να γεμίσει· ευχή προς το νέο φεγγάρι) Ανακ. -Κωστ.Α. Γούργουρούς μου γιομάτους είνι και δε μπορού να πάρου σολούχ’ (Ο λαιμός μου είναι γεμάτος και δεν μπορώ να πάρω ανάσα) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Συνών. γεμώνω
2. Φορτωμένος Σίλ. : Γιομάτσ̑η έρχουμι (Έρχομαι φορτωμένη) Σίλ. -Κωστ.Σ.