γεμάτος
(επίθ.)
γεμάτο
[ʝeˈmato]
Ανακ.
γεμάτους
[ʝeˈmatus]
Φάρασ.
γιομάτους
[ʝoˈmatus]
Σίλ.
γιουμάτους
[ʝuˈmatus]
Σίλ.
Μεσν. επίθ. γεμάτος. Ο τύπ. γιομάτος ήδη νεότ.
1. Γεμάτος
ό.π.τ.
:
Γιομάτσ̑η κούπα ήρτι
(Η κούπα ξεχείλισε)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Εμείς είδαμε σε, και σακκούλα μας να 'ενεί γεμάτο
(Εμείς σε είδαμε, και η σακκούλα μας να γεμίσει· ευχή προς το νέο φεγγάρι)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Γούργουρούς μου γιομάτους είνι και δε μπορού να πάρου σολούχ’
(Ο λαιμός μου είναι γεμάτος και δεν μπορώ να πάρω ανάσα)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Συνών.
γεμώνω
2. Φορτωμένος
Σίλ.
:
Γιομάτσ̑η έρχουμι
(Έρχομαι φορτωμένη)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.