ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γεματικινός (επίθ.) γεματ'κινόν [ʝematciˈnon] Αξ. Από το θ. γεματ- του ουσ. γέμα κα το παραγωγ. επίθμ. -ινός, με -κι- αναλογ. προς το αργαεκινός. Πβ. νεότ. επίθ. γιοματινός = σχετικός με την ώρα του γεύματος, μεσημβρινός.
Μεσημεριανός : Τ’ γεματ'κινόν το ψωμί τ’ ντιασκάλ’ (Το μεσημεριανό φαγητό του δάσκαλου) Αξ. -Μαυροχ. Συνών. μεσημεριάτικος, μεσημερινός :1