γεματικινός
(επίθ.)
γεματ'κινόν
[ʝematciˈnon]
Αξ.
Από το θ. γεματ- του ουσ. γέμα κα το παραγωγ. επίθμ. -ινός, με -κι- αναλογ. προς το αργαεκινός. Πβ. νεότ. επίθ. γιοματινός = σχετικός με την ώρα του γεύματος, μεσημβρινός.
Μεσημεριανός
:
Τ’ γεματ'κινόν το ψωμί τ’ ντιασκάλ’
(Το μεσημεριανό φαγητό του δάσκαλου)
Αξ.
-Μαυροχ.
Συνών.
μεσημεριάτικος, μεσημερινός :1