κούφος (I)
(επίθ.)
κούφος
[ˈkufos]
Σινασσ., Φάρασ.
κ͑ουφός
[kʰuˈfos]
Σίλ.
κουφό
[kuˈfo]
Μισθ., Φερτάκ., Φλογ.
Από το αρχ. επίθ. κοῦφος. Η φρ. κούφον θάλι πιθ. μεταφραστικό δάν. από τουρκ. küfeki taşı = α) ασβεστόλιθος β) γρανίτης.
Άδειος, ελαφρός, κούφιος, κλούβιος
ό.π.τ.
:
Αυτό τ' καρύρι κ͑ουφό 'ναι
(Αυτό το καρύδι είναι κούφιο)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Κουφό οβγό
(Κλούβιο αβγό)
Μισθ.
-ΙΛΝΕ 887
|| Φρ.
Κούφον θάλι
(Ελαφριά πέτρα˙ ελαφρόπετρα)
Φάρασ.
-Ανδρ.