κούφα (I)
(ουσ. θηλ.)
κούφα
[ˈkufa]
Φάρασ.
Από το μεσν. ουσ. κούφια = κουκούλα (< μεσν. λατιν. cofea, cuphia, ιταλ. cuffia). Πβ. ν.ε. σκούφια.
Σκούφια
:
|| Παροιμ.
Έσ' σην γκούφα σ' α δι-έβος, σην τζ̑οιλία σου έσ' 'κατό δεβόλοι!
(Έχεις στην σκούφια σου έναν διάβολο μα στην κοιλιά σου έχεις εκατό διαβόλους!˙ για άνθρωπο που είναι τετραπέρατος αλλά δεν το δείχνει)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.