ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κούφα (I) (ουσ. θηλ.) κούφα [ˈkufa] Φάρασ. Από το μεσν. ουσ. κούφια = κουκούλα (< μεσν. λατιν. cofea, cuphia, ιταλ. cuffia). Πβ. ν.ε. σκούφια.
Σκούφια : || Παροιμ. Έσ' σην γκούφα σ' α δι-έβος, σην τζ̑οιλία σου έσ' 'κατό δεβόλοι! (Έχεις στην σκούφια σου έναν διάβολο μα στην κοιλιά σου έχεις εκατό διαβόλους!˙ για άνθρωπο που είναι τετραπέρατος αλλά δεν το δείχνει) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.