ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κουτσουρεύω (ρ.) κουτσ̑ουρέου [kutʃuˈreu] Φάρασ. κουτσερεύω [kutseˈrevo] Φάρασ. Από το μεσν. ουσ. κούτσουρον και το παραγωγ. επίθμ. -εύω.
Κορφολογώ : || Παροιμ. O Κούτσουρος 'α κουτσερέψει (Ο Φλεβάρης θα κορφολογήσει˙ ο Φεβρουάριος θα φέρει δυνατό κρύο) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.