κουτσουρεύω
(ρ.)
κουτσ̑ουρέου
[kutʃuˈreu]
Φάρασ.
κουτσερεύω
[kutseˈrevo]
Φάρασ.
Από το μεσν. ουσ. κούτσουρον και το παραγωγ. επίθμ. -εύω.
Κορφολογώ
:
|| Παροιμ.
O Κούτσουρος 'α κουτσερέψει
(Ο Φλεβάρης θα κορφολογήσει˙ ο Φεβρουάριος θα φέρει δυνατό κρύο)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.