κουτσώνομαι
(ρ.)
κουτσώνομαι
[kuˈtsonome]
Φλογ.
Αόρ.
κουτσώθα
[kuˈtsoθa]
Φλογ.
Από το επίθ. κουτσός και το παραγωγ. επίθμ. -ώνω.
Κουτσαίνομαι, πονάω πολύ δυνατά στο πόδι
:
Κουτσώθα και 'πόμα
(Κουτσάθηκα και έμεινα, ακινητοποιήθηκα από τον δυνατό πόνο)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361