κούτσι (I)
(ουσ. ουδ.)
κούτσι
[ˈkutsi]
Αραβ., Φερτάκ.
κούτσ'
[kuts]
Ανακ., Δίλ., Σίλατ., Τροχ., Φερτάκ.
qούτσ̑'
[qutʃ]
Μαλακ., Φλογ.
γούτσ̑'
[ɣutʃ]
Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μισθ., Σινασσ.
γκούτσ̑'
[gutʃ]
Ουλαγ.
κούτι
[ˈkuti]
Φάρασ.
Από το μεσν. ουσ. κουκούτσιν με απλοποιητική αποβολή της αρκτ. (άτονης) συλλαβής. Πβ. και ποντ. ουσ. κούτζα = μικρό έκφυμα στο χέρι, από ουσ. κουκούτζα (Παπαδόπουλος 1958-1961, λ. κουκκούτζα).
Πβ.
κοκκί
1. Κουκούτσι, ο σκληρός πυρήνας καρπών με σαρκώδες περίβλημα
ό.π.τ.
:
'πουτ' τρώιξα, κούρσα τσι ντου γούτσ'
(Εκεί που έτρωγα κατάπια και το κουκούτσι)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Έσπειρα απιριού τα γούτσα και το καλοκαίρ' φύτρωσαν
(Έσπειρα τα σπόρια του αχλαδιού και το καλοκαίρι φύτρωσαν)
Γούρδ.
-Καράμπ.
2. Το σπόρι της κολοκύθας, του βαμβακιού, του ηλίανθου κλπ.
Δίλ., Μισθ., Σινασσ., Τροχ.
:
qαπαqιoύ qούτσ̑α
(κολοκυθόσποροι)
Μαλακ.
-Τζιούτζ.
Γαουνού κούτα
(Πεπονόσποροι)
Φάρασ.
-Παπαστ.-Καρακ.
Σώρουβαμ' μπαbατσιού ντα γούτσ̑α, πηάιξαμ' ντα σου μύλους να βγάλουμ' μπαbατσιού λάι
(Μαζεύαμε τα σπόρια του βαμβακιού και τα πηγαίναμε στον μύλο για να βγάλουμε βαμβακέλαιο)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Εκείνα μόνο γούτσα τρων
(Εκείνοι μόνο σπόρια τρώνε)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Τρώιξιτ' γούτσ̑α
(Τρώγατε σπόρια, δηλ. πασατέμπο)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
3. Σε συνδυασμό με το ένα, ως επίρρ., λίγο
Φάρασ.
:
'σ' τ' εν κούτι 'στέρου, θωρούμεν 'τι το μαναστήρι πεζώθη
(Ύστερα από λίγο βλέπουμε ότι το μοναστήρι ήταν άδειο)