ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κουφιάνω (ρ.) κουφιάνου [kuˈfçanu] Σίλ. κουφλιάνου [kuˈfʎanu] Σίλ. Αόρ. κούφλιανα [ˈkufʎana] Σίλ. κούφιασα [ˈkufçasa] Σίλ. Aπό το επίθ. κούφος (ΙΙ) με παρετυμολ. επίδρ. του κλούβιος ή και του ρ. κιουφλεντίζω.
Γίνομαι κούφιος, τζούφιος ή κλούβιος : Κούφιασασ̑ι τα καρύρια (Tα καρύδια έγιναν τζούφια) Σίλ. -Κωστ.Σ.