κοφτάριασμα
(ουσ. ουδ.)
κοφτάριασμα
[koˈftarʝazma]
Ανακ.
Aπό το ρ. κοφταριάζω και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Πρσφορά μουσταλευριάς