ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κοτζαλίχι (ουσ. ουδ.) γοτσαλίχι [ɣotsaˈliçi ] Φάρασ. γοdζαλι̂́χ' [ɣodzaˈlɯx] Αξ., Τελμ. Από το τουρκ. ουσ. kocalık = γήρας.
Γεράματα ό.π.τ. : Σα γοdζαλι̂́χ̇ια μ’ να ποίκω το γκεχέγι μ’ (Στα γεράματα θα φτιάξω τα προικιά μου) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Συνών. γεράματα
Τροποποιήθηκε: 30/08/2025