κοτζαλίχι
(ουσ. ουδ.)
γοτσαλίχι
[ɣotsaˈliçi ]
Φάρασ.
γοτζαλι̂́χ'
[ɣodzaˈlɯx]
Αξ., Τελμ.
Από το τουρκ. ουσ. kocalık = γήρας.
Γεράματα
ό.π.τ.
:
Σα γοdζαλι̂́χ̇ια μ’ να ποίκω το γκεχέγι μ’
(Στα γεράματα θα φτιάξω τα προικιά μου)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Συνών.
γεράματα