κοσκέρης
(ουσ. αρσ.)
κӧσ̑κέρ'
[køˈʃcer]
Σίλατ., Φκόσ.
κοσ̑κέρ'
[koˈʃker]
Φάρασ.
κοσκέρης
[koˈskeris]
Αφσάρ., Φάρασ.
Πληθ.
κοσ̑κέροι
[koˈʃceri]
Φκόσ.
κοσέρε
[koˈsere]
Φάρασ.
Από το τουρκ. (< περσ.) ουσ. köşker = τσαγκάρης, όπου και διαλεκτ. τύπ. koşker.
1. Τσαγκάρης, μπαλωματής
ό.π.τ.
:
Ετιά σο κӧσ̑κέρ είπαν γκι: «Ετό πορείς; ράφτεις το μι;»
(Και είπαν στον τσαγκάρη: «Μπορείς να το κάνεις; Θα το ράψεις»;)
Σίλατ.
-Dawk.
Γοράκαμ’ το πετσί, το δέρμα τζαι δίνκαμεν τα σον κοσκέρη τζαι ραφτίνκεν τα
(Αγοράζαμε το πετσί, το δέρμα και το δίναμε στον τσαγκάρη και το έρραβε)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Σο Βαρασό είσ̑ε πουά κοσέρε
(Στα Φάρασα είχε πολλούς τσαγκάρηδες)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
To 'ωρί το έφτιαναν οι κοσ̑κέροι που έφτιαναν τσ̑αι τα τσ̑αντζία
(Το λουρί το έφτιαχναν οι τσαγκάρηδες, που έφτιαχναν και τα παπουτσια)
Φκόσ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Συνών.
κουντουρατζής