ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κοσκέρης (ουσ. αρσ.) κӧσ̑κέρ' [køˈʃcer] Σίλατ., Φκόσ. κοσ̑κέρ' [koˈʃker] Φάρασ. κοσκέρης [koˈskeris] Αφσάρ., Φάρασ. Πληθ. κοσ̑κέροι [koˈʃceri] Φκόσ. κοσέρε [koˈsere] Φάρασ. Από το τουρκ. (< περσ.) ουσ. köşker = τσαγκάρης, όπου και διαλεκτ. τύπ. koşker.
1. Τσαγκάρης, μπαλωματής ό.π.τ. : Ετιά σο κӧσ̑κέρ είπαν γκι: «Ετό πορείς; ράφτεις το μι;» (Και είπαν στον τσαγκάρη: «Μπορείς να το κάνεις; Θα το ράψεις»;) Σίλατ. -Dawk. Γοράκαμ’ το πετσί, το δέρμα τζαι δίνκαμεν τα σον κοσκέρη τζαι ραφτίνκεν τα (Αγοράζαμε το πετσί, το δέρμα και το δίναμε στον τσαγκάρη και το έρραβε) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Σο Βαρασό είσ̑ε πουά κοσέρε (Στα Φάρασα είχε πολλούς τσαγκάρηδες) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. To 'ωρί το έφτιαναν οι κοσ̑κέροι που έφτιαναν τσ̑αι τα τσ̑αντζία (Το λουρί το έφτιαχναν οι τσαγκάρηδες, που έφτιαχναν και τα παπουτσια) Φκόσ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Συνών. κουντουρατζής
2. Είδος παπουτσιού Φκόσ. Συνών. γεμενί :2