κορχολού
(επίθ.)
κορχολού
[korxoˈlu]
Τροχ.
Από το τουρκ. επίθ. korkulu = α) τρομακτικός β) επικίνδυνος
Πβ.
γορκουλούχ
Τρομακτικός, επικίνδυνος
:
Μουκαέτ' γενέτε, Γιαλαβάτς τζαμισί εν κορχολού μέρος
(Να προσέχετε, το τζαμί του Γιαλαβάτς είναι επίφοβο μέρος)
Τροχ.
-Νίγδελ.Τροχ.