ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κορχολού (επίθ.) κορχολού [korxoˈlu] Τροχ. Από το τουρκ. επίθ. korkulu = α) τρομακτικός β) επικίνδυνος Πβ. γορκουλούχ
Τρομακτικός, επικίνδυνος : Μουκαέτ' γενέτε, Γιαλαβάτς τζαμισί εν κορχολού μέρος (Να προσέχετε, το τζαμί του Γιαλαβάτς είναι επίφοβο μέρος) Τροχ. -Νίγδελ.Τροχ.
Τροποποιήθηκε: 02/11/2024