κορόκκο
(ουσ. ουδ.)
κορόκκο
[koˈroko]
Φάρασ.
Πιθ. από το ουσ. κερί και το παραγωγ. επίθμ. -όκκο (Οικονομίδης 1938: 72), με υποχωρητ. αφομ. [e-o > o-o].
Πβ.
κουλουρόπο