ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κορώνα (ουσ. θηλ.) κορώνα [koˈrona] Σινασσ., Τελμ., Φάρασ. Από το αρχ. ουσ. κορώνη.
Κουρούνα ό.π.τ. : Κορώνα, χιλώνα, χάλασεν η φωλιά σου, ψόφησαν τα πουλιά σου (παιδικό άσμ.) Σινασσ. -Αρχέλ. || Ασμ. Eποίκε το ήλιο πρόσωπο, τον ουρανόν μακνάδι,
και του κορώνα τα φτερά επάνω κάτω φρύδια
(Έκανε τον ήλιο πρόσωπο, τον ουρανό μαγνάδι
και τα φτερά της κουρούνας πάνω κάτω φρύδια)
Τελμ. -Lag.
Πβ. αγριοκορώνα