κορόσι
(ουσ. ουδ.)
κορόσι
[koʹrosi]
Αφσάρ., Φάρασ.
Πληθ.
κορόσε
[koˈrose]
Αφσάρ.
Αγν. ετύμ.
Μαλακό σιδηρομετάλλευμα, ορυκτό σιδήρου δεύτερης ποιότητας, με σκωρία σιδήρου
:
Σον κορά λύνκαμε τα χισίρε ή κορόσε
(Στον φούρνο λιώναμε τα ορυκτά σιδήρου)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.