ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κορόσι (ουσ. ουδ.) κορόσι [koʹrosi] Αφσάρ., Φάρασ. Πληθ. κορόσε [koˈrose] Αφσάρ. Αγν. ετύμ.
Μαλακό σιδηρομετάλλευμα, ορυκτό σιδήρου δεύτερης ποιότητας, με σκωρία σιδήρου : Σον κορά λύνκαμε τα χισίρε ή κορόσε (Στον φούρνο λιώναμε τα ορυκτά σιδήρου) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ.