ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κορόζεμα (ουσ. ουδ.) κορόζιμα [koˈrozima] Τσουχούρ., Φάρασ. Από το ρ. κοροζεύω και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Μουρμούρα, γκρίνια, κλάψα ό.π.τ. : Η μα τουν τσ̑ας τα είδιν, πασ̑λάτ'σιν το κουάψιμα τσ̑αι το κορόζιμα (Η μάνα τους, όταν τα είδε, άρχισε το κλάμα και τη μουρμούρα) Τσουχούρ. -Αναστασ.Μ.