κορόζεμα
(ουσ. ουδ.)
κορόζιμα
[koˈrozima]
Τσουχούρ., Φάρασ.
Από το ρ. κοροζεύω και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Μουρμούρα, γκρίνια, κλάψα
ό.π.τ.
:
Η μα τουν τσ̑ας τα είδιν, πασ̑λάτ'σιν το κουάψιμα τσ̑αι το κορόζιμα
(Η μάνα τους, όταν τα είδε, άρχισε το κλάμα και τη μουρμούρα)
Τσουχούρ.
-Αναστασ.Μ.