κορκοτάλευρο
(ουσ. ουδ.)
κορκοτάλευρο
[korkoˈtalevro]
Αξ.
Από τα ουσ. κορκότι και αλεύρι και το παραγωγ. επίθμ. -ο.
Ψιλοαλεσμένο σιτάρι