ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κορεύω (ρ.) Παθ. Υποτ. κορευτώ [koreˈftο] Φάρασ. Από το επίθ. κιόρ, όπου και τύπ. κορ, και το παραγωγ. επίθμ. -εύω.
Στομώνω : || Παροιμ. Το κεσκίνιν ντο μασ̑αίρι κόφτει, ζαΐρ 'α νάρτει τσ̑' αν νταρός 'α κορευτεί (Το κοφτερό το μαχαίρι κόβει, βέβαια θα έρθει κι ένας καιρός να στομώσει˙ κάποτε και ισχυροί χάνουν την εξουσία τους) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Πβ. κιορ :2