κορεύω
(ρ.)
Παθ. Υποτ.
κορευτώ
[koreˈftο]
Φάρασ.
Από το επίθ. κιόρ, όπου και τύπ. κορ, και το παραγωγ. επίθμ. -εύω.
Στομώνω
:
|| Παροιμ.
Το κεσκίνιν ντο μασ̑αίρι κόφτει, ζαΐρ 'α νάρτει τσ̑' αν νταρός 'α κορευτεί
(Το κοφτερό το μαχαίρι κόβει, βέβαια θα έρθει κι ένας καιρός να στομώσει˙ κάποτε και ισχυροί χάνουν την εξουσία τους)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Πβ.
κιορ :2