κοράκι
(ουσ. ουδ.)
κοράκι
[koˈraci]
Ανακ.
καράτσ̑ι
[kaˈratʃi]
Φάρασ.
Από το μεταγν. ουσ. κοράκιον (υποκορ. του κόραξ = αγκιστροειδές ρόπτρο, γάντζος) με υποχωρητ. αφομ. [o-a > a-a]. Πβ. και τουρκ. διαλεκτ. korak και karak, δάνεια από την ελληνική (Tzitzilis 1987α: 67).
Συνών.
καρακώνω