ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ζάντωμα (ουσ. ουδ.) ζάνdωμα [ˈzandoma] Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Ουλαγ., Σίλατ. ζάνdουμα [ˈzanduma] Μισθ. τσάνdωμα [ˈtsandoma] Ανακ., Μαλακ. Από το ρ. ζαντώνω και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
1. Κλείδωμα Αξ., Αραβαν., Μισθ., Ουλαγ. : Τύραγιου ντο ζάνdωμα (Της πόρτας το κλείδωμα) Ουλαγ. -Κεσ. Τ' θύρας ντου ζάνdουμα (Της πόρτας το κλείδωμα) Μισθ. -Κοτσαν. Συνών. κοράκι, τσάτημα
2. Αμπάρα, σύρτης Ανακ., Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Σίλατ. Συνών. ιρεζές, κιουσκιού