ζάντωμα
(ουσ. ουδ.)
ζάνdωμα
[ˈzandoma]
Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Ουλαγ., Σίλατ.
ζάνdουμα
[ˈzanduma]
Μισθ.
τσάνdωμα
[ˈtsandoma]
Ανακ., Μαλακ.
Από το ρ. ζαντώνω και το παραγωγ. επίθμ. -μα.