ιρεζές
(ουσ.)
ιρεζές
[ireˈzes]
Φάρασ.
ιρα̈ζα̈́ς
[iræˈzæs]
Αφσάρ.
Από το τουρκ. oυσ. reze= ρεζές, μεντεσές.