ιρεζές
(ουσ. αρσ.)
ρεζέ
[reˈze]
Μαλακ.
ιρεζές
[ireˈzes]
Φάρασ.
ιρα̈ζα̈́ς
[iræˈzæs]
Αφσάρ.
Από το τουρκ. oυσ. reze = ρεζές, μεντεσές.