ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ιρισκίλ (ουσ. ουδ.) ιρισ̑κίλ [iriˈʃcil] Αξ., Φλογ. γιρισκίλ [ʝiriˈscil] Μισθ. χερίσκι [çeˈrisci] Φάρασ. ιρισ̑-σ̑ίκι [iriʃˈʃici] Φάρασ. 'λισκίν [liˈscin] Σινασσ. Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. irişki =λουκάνικο, όπου και διαλεκτ. τύπ. irişgi, irişkil, irişkin (Özkan 2020) και ilişki, irişik. Πιθ. η τουρκ. λ. απώτερα από το αρμεν. երշիկ [ʝerʃik] = λουκάνικο.
Λουκάνικο ό.π.τ. : -Iτό τι γιρισκίλ 'νι; -Ιτό 'ου γιρισκίλ απ' ατό δου μέγα δου γουρούν', που ντε κρέιξιτ' ισείτ' (-Τούτο τι λουκάνικο είναι; -Τούτο το λουκάνικο (είναι) από αυτό το μεγάλο το γουρούνι που δεν θέλατε εσείς) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Να μας ντώκεις απ' ατό δου γιρισκίλ, δου έχ̇εις, δου μέγα δου γιρισκίλ ογώ κρέου, ε; δου μέγα! (Να μας δώσεις απ' αυτό το λουκάνικο που έχεις, το μεγάλο το λουκάνικο θέλω εγώ ε; το μεγάλο!) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ.