ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ιρμάχι (ουσ. ουδ.) ιρμάκ' [irˈmak] Αραβ. ιρμάχ' [irˈmax] Αξ., Αραβ., Μπέηκ., Ποτάμ., Σινασσ., Τσαρικ., Τσελτ., Φκόσ., Φλογ. γιρμάχ' [ʝirˈmax] Μισθ., Σινασσ. Πληθ. ιρμάχια [irˈmaça] Τσαρικ. γιρμάχια [ʝirˈmaça] Μισθ. Από το τουρκ. ουσ. ırmak = ποτάμι, όπου και διαλεκτ. τύπ. irmah.
Ποτάμι ό.π.τ. : Ας πάμε ας ντανισ̑τούμε ιgεινά το ιρμάχ' (Ας πάμε να συμβουλευτούμε εκείνο το ποτάμι) Φλογ. -Dawk. Ασ' το γαβάχ' ομbρό πέρνασ̑κεν ιρμάχ' (Mπροστά από την λεύκα περνούσε ένα ποτάμι) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Nτα νταράϊα καταβάϊσκαν πολύ λερό, νιόδαν γιρμάχια, σ̑έλ', να περνάσουμ' ντε μπόρισκαμ' (Οι ρεματιές κατέβαζαν πολύ νερό, γίνονταν ποτάμια, χείμαρροι, δεν μπορούσαμε να περάσουμε) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Όλο το χωριό πααίνισκαμ’ στο ιρμάκ'· μπροστά πααίνισκε ο παπάς με τους ψαλτάδες, τα 'ξαφτέρυ'α και πίσω όλος ο κόσμος (Όλο το χωριό πηγαίναμε στο ποτάμι· μπροστά πήγαινε ο παπάς με τους ψάλτες, τα εξαπτέρυγα, και πίσω όλος ο κόσμος) Αραβ. -Νίγδελ.Λ. || Ασμ. Κλαίν’ μεμλεκετιού μας, βάι κλαίν’ ντα βουνά
τζ’ ουλουίζ’νι 'ντάμα τ’νι ντα ιρμάχια
Κλαίνε της πατρίδας, αχ κλαίνε τα βουνά
κι οδύρονται μαζί τους τα ποτάμια
Τσαρικ. -Καραλ.
Συνών. ποτάμι :1