ιρμάχι
(ουσ. ουδ.)
ιρμάκ'
[irˈmak]
Αραβ.
ιρμάχ'
[irˈmax]
Αξ., Αραβ., Μπέηκ., Ποτάμ., Σινασσ., Τσαρικ., Τσελτ., Φκόσ., Φλογ.
γιρμάχ'
[ʝirˈmax]
Μισθ., Σινασσ.
Πληθ.
ιρμάχια
[irˈmaça]
Τσαρικ.
γιρμάχια
[ʝirˈmaça]
Μισθ.
Από το τουρκ. ουσ. ırmak = ποτάμι, όπου και διαλεκτ. τύπ. irmah.
Ποτάμι
ό.π.τ.
:
Ας πάμε ας ντανισ̑τούμε ιgεινά το ιρμάχ'
(Ας πάμε να συμβουλευτούμε εκείνο το ποτάμι)
Φλογ.
-Dawk.
Ασ' το γαβάχ' ομbρό πέρνασ̑κεν ιρμάχ'
(Mπροστά από την λεύκα περνούσε ένα ποτάμι)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Nτα νταράϊα καταβάϊσκαν πολύ λερό, νιόδαν γιρμάχια, σ̑έλ', να περνάσουμ' ντε μπόρισκαμ'
(Οι ρεματιές κατέβαζαν πολύ νερό, γίνονταν ποτάμια, χείμαρροι, δεν μπορούσαμε να περάσουμε)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Όλο το χωριό πααίνισκαμ’ στο ιρμάκ'· μπροστά πααίνισκε ο παπάς με τους ψαλτάδες, τα 'ξαφτέρυ'α και πίσω όλος ο κόσμος
(Όλο το χωριό πηγαίναμε στο ποτάμι· μπροστά πήγαινε ο παπάς με τους ψάλτες, τα εξαπτέρυγα, και πίσω όλος ο κόσμος)
Αραβ.
-Νίγδελ.Λ.
|| Ασμ.
Κλαίν’ μεμλεκετιού μας, βάι κλαίν’ ντα βουνά
τζ’ ουλουίζ’νι 'ντάμα τ’νι ντα ιρμάχια
Κλαίνε της πατρίδας, αχ κλαίνε τα βουνά
κι οδύρονται μαζί τους τα ποτάμια Τσαρικ. -Καραλ. Συνών. ποτάμι :1
τζ’ ουλουίζ’νι 'ντάμα τ’νι ντα ιρμάχια
Κλαίνε της πατρίδας, αχ κλαίνε τα βουνά
κι οδύρονται μαζί τους τα ποτάμια Τσαρικ. -Καραλ. Συνών. ποτάμι :1