ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ζαρζαβάτι (ουσ. ουδ.) ζαρζαβάτι [zarzaˈvati] Φάρασ. Πληθ. ζαρζαβάτια [zarzaˈvatʝa] Αξ., Μισθ. ζαρζαβάτσα [zarzaˈvatsa] Σίλ. Από το τουρκ. ουσ. zerzevat, όπου και διαλεκτ. τύπ. zarzavat = λαχανικά.
1. Λαχανικό, ζαρζαβατικό ό.π.τ. : Ήφερεν να πουλήσ̑' ζαρζαβάτια (Έφερε να πουλήσει λαχανικά) Αξ. -Dawk. Συνών. αβάρι
2. Στον πληθ., φρούτα Σίλ. Συνών. γεμίσια :1, μεϊβάς, μπιτιργκένι