ζαρζαβάτι
(ουσ. ουδ.)
ζαρζαβάτι
[zarzaˈvati]
Φάρασ.
Πληθ.
ζαρζαβάτια
[zarzaˈvatʝa]
Αξ., Μισθ.
ζαρζαβάτσα
[zarzaˈvatsa]
Σίλ.
Από το τουρκ. ουσ. zerzevat, όπου και διαλεκτ. τύπ. zarzavat = λαχανικά.
1. Λαχανικό, ζαρζαβατικό
ό.π.τ.
:
Ήφερεν να πουλήσ̑' ζαρζαβάτια
(Έφερε να πουλήσει λαχανικά)
Αξ.
-Dawk.
Συνών.
αβάρι