ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ζαντώνω (ρ.) ζανdώνω [zanˈdono] Αξ., Αραβαν., Αραβ., Ουλαγ., Σεμέντρ., Σίλατ., Τσαρικ., Φερτάκ. ζανdώνου [zanˈdonu] Μισθ. τσανdώνω [tsanˈdono] Μαλακ., Φλογ. Παθ. Αόρ. ζανdώχα [zanˈdoxa] Μισθ. Πιθ. από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. çandı = α) ξύλινο σπίτι β) ξύλινο κάλυμμα με το οπ. κλείνουν τις καμινάδες και τα πηγάδια, και το παραγωγ. επίθμ. -ώνω.
Κλειδώνω, αμπαρώνω ό.π.τ. : Ντo τύρα ζάνdωσές το μι; (Την πόρτα την κλείδωσες;) Ουλαγ. -Κεσ. Ζάνdου τ' θύρα (Κλείδωσε την πόρτα) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Τσάνdω τα θύρια (Kλείδωσε την πόρτα) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Ζάνdω τη θύρα! (Κλείδωσε την πόρτα!) Αραβ. -ΚΜΣ-ΚΠ163 Ζανdώνου τ' θύρα ογώ (Κλειδώνω την πόρτα εγώ) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Συνών. αρμώνω, μανταλώνω