ζαντώνω
(ρ.)
ζανdώνω
[zanˈdono]
Αξ., Αραβαν., Αραβ., Ουλαγ., Σεμέντρ., Σίλατ., Τσαρικ., Φερτάκ.
ζανdώνου
[zanˈdonu]
Μισθ.
τσανdώνω
[tsanˈdono]
Μαλακ., Φλογ.
Παθ. Αόρ.
ζανdώχα
[zanˈdoxa]
Μισθ.
Πιθ. από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. çandı = α) ξύλινο σπίτι β) ξύλινο κάλυμμα με το οπ. κλείνουν τις καμινάδες και τα πηγάδια, και το παραγωγ. επίθμ. -ώνω.
Κλειδώνω, αμπαρώνω
ό.π.τ.
:
Ντo τύρα ζάνdωσές το μι;
(Την πόρτα την κλείδωσες;)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Ζάνdου τ' θύρα
(Κλείδωσε την πόρτα)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Τσάνdω τα θύρια
(Kλείδωσε την πόρτα)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Ζάνdω τη θύρα!
(Κλείδωσε την πόρτα!)
Αραβ.
-ΚΜΣ-ΚΠ163
Ζανdώνου τ' θύρα ογώ
(Κλειδώνω την πόρτα εγώ)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Συνών.
αρμώνω, μανταλώνω