ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ζάπτι (ουσ. ουδ.) ζάπτι [ˈzapti] Φάρασ. ζάπτ' [zapt] Μισθ. ζαπ [zap] Μισθ. Νεότ. ουσ. ζάπτι, το οπ. από το τουρκ. ουσ. zapt = α) κατάκτηση β) κατάσχεση γ) σύλληψη.
Περιορισμός, σύλληψη, έλεγχος ό.π.τ. : Iτό ντε νίιδι ζαπ (Αυτό δεν μαζεύεται) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ || Παροιμ. Τατάντ’σε η κάτα 'ς άλειμμα; Αβ ζάπτι τζ̑ο ’ίνεται (Γλυκάθηκε η γάτα στο βούτυρο; Ξανά περιορισμός δεν γίνεται˙ όταν συνηθίζει κάποιος σε κάτι ωραίο και καλό δεν μπορεί μετά να το στερηθεί) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.