ζάπτι
(ουσ. ουδ.)
ζάπτι
[ˈzapti]
Φάρασ.
ζάπτ'
[zapt]
Μισθ.
ζαπ
[zap]
Μισθ.
Νεότ. ουσ. ζάπτι, το οπ. από το τουρκ. ουσ. zapt = α) κατάκτηση β) κατάσχεση γ) σύλληψη.
Περιορισμός, σύλληψη, έλεγχος
ό.π.τ.
:
Iτό ντε νίιδι ζαπ
(Αυτό δεν μαζεύεται)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
|| Παροιμ.
Τατάντ’σε η κάτα 'ς άλειμμα; Αβ ζάπτι τζ̑ο ’ίνεται
(Γλυκάθηκε η γάτα στο βούτυρο; Ξανά περιορισμός δεν γίνεται˙ όταν συνηθίζει κάποιος σε κάτι ωραίο και καλό δεν μπορεί μετά να το στερηθεί)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.