ζαμπίτης
(ουσ. αρσ.)
ζαbίτ'
[zaˈbit]
Ουλαγ., Φάρασ.
ζαπ͑ίτ'
[zaˈpʰit]
Φάρασ.
Νεότ. ουσ. ζαμπίτης (Λεξ. Κριαρ.), το οπ. από το τουρκ. ουσ. zâbit = αξιωματικός (με βαθμό από ανθυπολοχαγό έως ταγματάρχη).