τσάτημα
(ουσ. ουδ.)
τσάτημα
['tsatima]
Μισθ.
Από το ρ. τσατίζω, όπου και τύπ. τσ̑ατώ, και παραγωγ. επίθμ. -μα.
Κλείδωμα
:
Τ' θύρας ντου τσάτημα
(Το κλείδωμα της πόρτας )
Μισθ.
-Κοτσαν.