τσατμά
(ουσ.)
τσ̑ατμάς
[tʃatˈmas]
Φάρασ.
τσ̑ατμά
[tʃaˈtma]
Αραβαν., Μισθ., Τσαρικ.
τ͑σ̑ατ͑μάς
[tʰʃˈaˈtʰmas]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. çatma = κατασκευή, συναρμολόγηση.
1. Τρούλος
:
Νεκκλησιά μας έχ' οφτά τσ̑ατμάγια
(Η εκκλησία μας έχει 7 τρούλους)
Μισθ., Τσαρικ.
-Κοτσαν.
2. Καμάρα, αψίδα
Φάρασ.
3. Ξύλινος σκελετός οικοδομής
Αραβαν., Φάρασ.
4. Μτφ., ουράνιο τόξο