τσατλαντίζω
(ρ.)
τσ̑ατλατσίζου
[tʃatlaˈtsizu]
Σίλ.
τσ̑ατλαΐζου
[tʃatlaˈizu]
Μισθ.
τ͑σ̑ατ͑λατώ
[tʰʃˈatʰlaˈto]
Τσουχούρ., Φάρασ.
τσ̑ατλατώου
[tʃatlaˈtou]
Φάρασ.
Αόρ.
τσ̑ατλάνdισα
[tʃatˈlandisa]
Τροχ.
τσ̑ατλάτ’σα
[tʃatˈlatsa]
Φάρασ.
Αόρ. Υποτ.
τσ̑ατλαdίσω
[tʃatlaˈdɯsο]
Αραβαν.
τσ̑ατλατίσω
[tʃatlaˈtiso]
Τροχ.
Προστ.
τσ̑ατλαdάτ'
[tʃatlaˈdat]
Ουλαγ.
Από το τουρκ. ρ. çatlamak (αόρ. çatladı) = σκάω, πλαντάζω, και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
1. Αμτβ., σκάω
ό.π.τ.
:
Ιστέρ τσ̑ατλαdάτ', ’ώ ντο τύρα ντεν ντο ανοίζω
(Σκάσε αν θέλεις, εγώ την πόρτα δεν την ανοίγω)
Ουλαγ.
-Dawk.
’ναίκα ασ' το χ̇ίρσι τ’ να τσ̑ατλαdίσ’
(Η γυναίκα από το θυμό της θα σκάσει)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Το τα̈́βι 'σ' τη χολή του τσ̑ατλατά
(Ο δράκος σκάει από τον θυμό του)
Τσουχούρ.
-Αναστασ.Μ.
Τσ̑ατλάνdισεν το λαστίκ’ ασ’ σο τρακτέρ
(Έσκασε το λάστιχο του τρακτέρ)
Τροχ.
-ΙΛΝΕ 1555
|| Παροιμ.
’μείς α̈ρ να ψοφήσουμε ’ς την μπείνα, ’α ειπούν ντι «έφαν μπολύ τσ̑αι τσ̑ατλάτ’σαν»
(Εμείς, αν τύχει και πεθάνουμε από την πείνα, θα πούνε «φάγανε πολύ και έσκασαν» ˙ Όταν οι άλλοι δεν γνωρίζουν τα προβλήματά κάποιου και τον θεωρούν ευτυχισμένο)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
2. Μτβ., κάνω κάποιον/κάτι να σκάσει
Σίλ.
:
Νασ̑' τα χάχτσισις; Σε τα τσ̑ατλατσίζ'ς
(Γιατί τα στρίμωξες; Θα τα σκάσεις)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6