ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσατλαντίζω (ρ.) τσ̑ατλατσίζου [tʃatlaˈtsizu] Σίλ. τσ̑ατλαΐζου [tʃatlaˈizu] Μισθ. τ͑σ̑ατ͑λατώ [tʰʃˈatʰlaˈto] Τσουχούρ., Φάρασ. τσ̑ατλατώου [tʃatlaˈtou] Φάρασ. Αόρ. τσ̑ατλάνdισα [tʃatˈlandisa] Τροχ. τσ̑ατλάτ’σα [tʃatˈlatsa] Φάρασ. Αόρ. Υποτ. τσ̑ατλαdίσω [tʃatlaˈdɯsο] Αραβαν. τσ̑ατλατίσω [tʃatlaˈtiso] Τροχ. Προστ. τσ̑ατλαdάτ' [tʃatlaˈdat] Ουλαγ. Από το τουρκ. ρ. çatlamak (αόρ. çatladı) = σκάω, πλαντάζω, και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
1. Αμτβ., σκάω ό.π.τ. : Ιστέρ τσ̑ατλαdάτ', ’ώ ντο τύρα ντεν ντο ανοίζω (Σκάσε αν θέλεις, εγώ την πόρτα δεν την ανοίγω) Ουλαγ. -Dawk. ’ναίκα ασ' το χ̇ίρσι τ’ να τσ̑ατλαdίσ’ (Η γυναίκα από το θυμό της θα σκάσει) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Το τα̈́βι 'σ' τη χολή του τσ̑ατλατά (Ο δράκος σκάει από τον θυμό του) Τσουχούρ. -Αναστασ.Μ. Τσ̑ατλάνdισεν το λαστίκ’ ασ’ σο τρακτέρ (Έσκασε το λάστιχο του τρακτέρ) Τροχ. -ΙΛΝΕ 1555 || Παροιμ. ’μείς α̈ρ να ψοφήσουμε ’ς την μπείνα, ’α ειπούν ντι «έφαν μπολύ τσ̑αι τσ̑ατλάτ’σαν» (Εμείς, αν τύχει και πεθάνουμε από την πείνα, θα πούνε «φάγανε πολύ και έσκασαν» ˙ Όταν οι άλλοι δεν γνωρίζουν τα προβλήματά κάποιου και τον θεωρούν ευτυχισμένο) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.
2. Μτβ., κάνω κάποιον/κάτι να σκάσει Σίλ. : Νασ̑' τα χάχτσισις; Σε τα τσ̑ατλατσίζ'ς (Γιατί τα στρίμωξες; Θα τα σκάσεις) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6