ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κοπριά (ουσ. θηλ.) κοπριά [kopriˈa] Ανακ., Αραβαν., Σίλ., Σινασσ. κουπριά [kupriˈa] Σίλ. κοπιριά [kopiˈrʝa] Ανακ., Μαλακ., Μισθ., Σίλατ., Φλογ. κουπουριά [kupuˈrʝa] Αξ., Αραβαν., Γούρδ. κροπιά [kroˈpça] Φερτάκ. κοροπιά [koroˈpça] Φλογ. κοριπλιά [koriˈpʎa] Μαλακ. Από το μεσν. ουσ. κοπριά, το οπ. από το αρχ. ουσ. κοπρία = σωρός από ακαθαρσίες.
1. Κοπριά ό.π.τ. : Χτηνού κοπιριά (Κοπριά βοδιού) Μισθ. -Κωστ.Μ. Το σόν ντ' ορνίχια έσκαλιν κοπιριά (Οι δικές σου οι κότες σκάλισαν την κοπριά) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Σα κρομμύγια να κουdήσουμ’ κοπιριά (Στα κρεμμύδια να ρίξουμε κοπριά) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 || Παροιμ. Του νοικοκυριού το μάτι κοπριά έν’ στο χωράφι (Του νοικοκύρη το μάτι είναι κοπριά στο χωράφι˙ όταν ο ιδιοκτήτης φροντίζει την περιουσία του εκείνη αποδίδει) Σινασσ. -Αρχέλ. Συνών. γιγί, κόπρι, κουλούκι, τσίρκι :2
2. Περιφραγμένος σωρός σκουπιδιών και κόπρου, κοπρώνας, που χρησιμοποιείται ενίοτε και ως αποχωρητήριο Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Μισθ., Σίλατ., Φλογ. : Ρίχτω τα κόπιρια σην κοπιριά (Ρίχνω τις κοπριές στον κοπρώνα) Ανακ. -Κωστ.Α. Το κουπουριά άσκημα βρωμεί, κουπώτ’ λίγο στάχτση και ας κοπεί ο βρώμος του (Ο απόπατος βρωμάει άσκημα, ρίξτε λίγη στάχτη και θα λιγοστέψει η βρώμα του) Γούρδ. -Καράμπ. || Φρ. Τ’ κουπουριάς το σκωλέκ’ (Το σκουλήκι της κοπριάς˙ είδος γυμνοσάλιαγκα που ζει στον κοπρώνα) Αξ. -Μαυροχ. Συνών. αχταριά, πόρεψη, χεσιώνα