κοπριά
(ουσ. θηλ.)
κοπριά
[kopriˈa]
Ανακ., Αραβαν., Σίλ., Σινασσ.
κουπριά
[kupriˈa]
Σίλ.
κοπιριά
[kopiˈrʝa]
Ανακ., Μαλακ., Μισθ., Σίλατ., Φλογ.
κουπουριά
[kupuˈrʝa]
Αξ., Αραβαν., Γούρδ.
κροπιά
[kroˈpça]
Φερτάκ.
κοροπιά
[koroˈpça]
Φλογ.
κοριπλιά
[koriˈpʎa]
Μαλακ.
Από το μεσν. ουσ. κοπριά, το οπ. από το αρχ. ουσ. κοπρία = σωρός από ακαθαρσίες.
1. Κοπριά
ό.π.τ.
:
Χτηνού κοπιριά
(Κοπριά βοδιού)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Το σόν ντ' ορνίχια έσκαλιν κοπιριά
(Οι δικές σου οι κότες σκάλισαν την κοπριά)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Σα κρομμύγια να κουdήσουμ’ κοπιριά
(Στα κρεμμύδια να ρίξουμε κοπριά)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
|| Παροιμ.
Του νοικοκυριού το μάτι κοπριά έν’ στο χωράφι
(Του νοικοκύρη το μάτι είναι κοπριά στο χωράφι˙ όταν ο ιδιοκτήτης φροντίζει την περιουσία του εκείνη αποδίδει)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Συνών.
γιγί, κόπρι, κουλούκι, τσίρκι :2
2. Περιφραγμένος σωρός σκουπιδιών και κόπρου, κοπρώνας, που χρησιμοποιείται ενίοτε και ως αποχωρητήριο
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Μισθ., Σίλατ., Φλογ.
:
Ρίχτω τα κόπιρια σην κοπιριά
(Ρίχνω τις κοπριές στον κοπρώνα)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Το κουπουριά άσκημα βρωμεί, κουπώτ’ λίγο στάχτση και ας κοπεί ο βρώμος του
(Ο απόπατος βρωμάει άσκημα, ρίξτε λίγη στάχτη και θα λιγοστέψει η βρώμα του)
Γούρδ.
-Καράμπ.
|| Φρ.
Τ’ κουπουριάς το σκωλέκ’
(Το σκουλήκι της κοπριάς˙ είδος γυμνοσάλιαγκα που ζει στον κοπρώνα)
Αξ.
-Μαυροχ.
Συνών.
αχταριά, πόρεψη, χεσιώνα