κορτώνι
(ουσ. ουδ.)
κορτώνι
[korˈtoni]
Σινασσ.
Από το μεταγν. ουσ. κροτώνιον, υποκορ. του αρχ. κροτών = τσιμπούρι.
Τσιμπούρι σκύλου ή προβάτου