ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κοντυλώ (ρ.) κονdυλώ [kondiˈlo] Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Μισθ., Σίλατ., Σινασσ., Τσαρικ., Φερτάκ. κοντζ̑υλώ [kondʒiˈlo] Αραβαν., Σίλ. Αόρ. κονdύλ'σα [konˈdilsa] Μαλακ., Μισθ. κονdύλτσα [konˈdiltsa] Αξ., Τσαρικ. Από το μεσν. ρ. κονδυλῶ, το οπ. από το αρχ. ρ. κονδυλίζω = χτυπώ κάποιον, με μεταπλ. λόγω του κοινού αορ. Η σημ. ‘σκοντάφτω’ μεσν., πβ. Χρον. Πασχ. 503.3 «ἐκονδύλησεν ὁ ἵππος αὐτοῦ, καὶ συμπεσὼν αὐτῷ μηρόκλαστος ἐγένετο».
Σκοντάφτω ό.π.τ. : Να κονdυλάς! (Τσακίσου! αρά) Φερτάκ. -Αλεκτ. Βαβά σας πέτιν ότι ως, πορπατά, να κονdζ̑υλά (Πείτε στον μπαμπά σας ότι, όπως περπατάει, να σκοντάφτει) Σίλ. -Κωστ.Σ. Κοντύλτσεν κι έπεσεν (Σκόνταψε κι έπεσε) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. 'πότ' παίνω, κονdύλτσα (Καθώς πήγαινα, σκόνταψα) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Κοντύλτσιν τσιτσ̑άκουσιν ντου σ̑ουσ̑ά (Σκονταψε κι έσπασε το μπουκάλι) Μισθ. -Κοτσαν. Μι 'α τσαρούια αν κοντύλαναμ' πέφτιξαν ντα ντερπάνια να μας σάξ'νι (Με τα τσαρούχια αν σκοντάφταμε πέφτανε τα δρεπάνια να μας σφάξουνε) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Κοντύλαναμ' σα τούβλις απάν' (Σκοντάφταμε στα τούβλα) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. || Φρ. Παλάχ' να πατείς και να κονdυλάς μύτικα (Να περπατάς στο ίσωμα και να πέφτεις μπρούμυτα˙ αρά) Σίλατ. -Χωλόπ. Να πατάς και να κονdυλάς (Να περπατάς και να σκοντάφτεις˙ αρά) Σινασσ. -Αρχέλ. Να κοντυλάς σο γέννημα, να πέσεις σο λογάρι (Να σκοντάφτεις στο θερισμένο στάρι, να πέφτεις στα πλούτη˙ ευχή προς ξενιτευόμενο για να πλουτίσει) Ανακ. -Κωστ.Α. Κόσμος σ̑κέλτσεν ντo κι εμείς κοντύλτσαμ' ντο (O κοσμός το προσπέρασε και εμείς σκοντάψαμε απάνω του˙ Όταν δίνουμε σημασία σε κάτι που οι άλλοι περιφρονούν) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. || Παροιμ. Ότσ̑ις σπουdάσ̑' κονdζ̑υλά και πέφτσ̑ει (Όποιος βιάζεται σκοντάφτει και πέφτει˙ η βιασύνη οδηγεί σε λάθη) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ.