κοντόγλωσσος
(ουσ. αρσ.)
Πληθ.
κοντόγλωσσες
[konˈdoɣloses]
Αραβ.
Από το επίθ. κοντός, το ουσ. γλώσσα και το επίθμ. -ος.
Πληθ., Κούρδοι