κοπάδι
(ουσ. ουδ.)
κοπάδ'
[koˈpað]
Μισθ.
κουπάτ'
[kuˈpat]
Μισθ.
Πληθ.
κοπάdια
[koˈpadʝa]
Αξ.
Από το μεταγν. ουσ. κοπάδιον = κομμάτι, υποκορ. του αρχ. κοπή = τομή. Η σημ. νεότ. Η λ. πιθ. από την Κοινή ΝΕ.
Κοπάδι, ομάδα εξημερωμένων και οικόσιτων ζώων
ό.π.τ.
:
Ντου τελευταίο απ' του κοπάδ' λέω που μ'νίσκει πίσω ιμείς τα λέμε μπαχάρια
(Το τελευταίο από το κοπάδι λέω που μένει πίσω εμείς τα λέμε παχάρια)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Μποίκαμ' πολλά ημέρες 'σον τράντσαμ’ τάλασσα. Είπάμ’ ετό τι έν', πανdεείς κοπάdια προβάτ’ κειόσαν
(Kάναμε πολλές μέρες ώσπου να δούμε θάλασσα. Είπαμε αυτό τι είναι, λες και ήταν κοπάδια πρόβατα)
Αξ.
-Παυλίδ.
Ένα κουπάτ' πρόβαδα άρμεζα δα, τετάρτη δημοτικού
(Ένα κοπάδι πρόβατα τα άρμεγα, όταν ήμουνα στην τετάρτη δημοτικού)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Συνών.
αγέλη, σουρού, Πβ.
χερκελές