καταπάτι
(ουσ. ουδ.)
καταπάτι
[kataˈpati]
Μαλακ.
Υποχωρ. σχηματ. από το ρ. καταπατώ, πβ. ν.ε. κατακάθι (< υποχωρ. σχηματ. από το ρ. κατακαθίζω). Η λ. και Πόντ.
Υποστάθμη κάποιου υγρού