κατακλειδί
(ουσ. ουδ.)
κατακλειδί
[katakliˈði]
Φάρασ.
Πιθ. από το ουσ. κατακλείδι με καταβιβασμό του τόνου. Δεν αποκλείεται και σύναψη με το ποντ. ουσ. κατακλύδ', κατακλύθι = για δέντρα, γεμάτος καρπό, το οπ. κατά τον Τζιτζιλή ((1995: 79, πβ. και Ανδριώτης 1974, λ. *κλυς) από το πρόθμ. κατα- και το ποντ. ουσ. κλύδα = μεγάλος όχλος, πλήθος.
Χαρακτηρισμός για πολύ έξυπνο άνθρωπο.
Φάρασ.