παραμιρώ
(ρ.)
παραμιρώ
[paramiˈro]
Φάρασ.
Αόρ.
παραμίρ'σα
[paraˈmirsa]
Φάρασ.
παραμίρτσα
[paraˈmirtsa]
Φάρασ.
Από το νεότ. ρ. παραμερῶ < παραμερίζω (Λεξ. Κριαρ.)
Περιφρονώ
Φάρασ.
:
|| Παροιμ.
Συ παραμίρτσες τα, ‘γώ κρέμασα τα σο τσ̑ουφάλ’ τσου
(Εσύ το περιφρόνησες, εγώ το κρέμασα στο κεφάλι σου˙ Όταν κάποιος παθαι αυτό που το προέλεγαν οι φίλοι του των οποίων η συμβουλή δεν εισακούστηκε)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
καταπατώ :3