ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

παραμιρώ (ρ.) παραμιρώ [paramiˈro] Φάρασ. Αόρ. παραμίρ'σα [paraˈmirsa] Φάρασ. παραμίρτσα [paraˈmirtsa] Φάρασ. Από το νεότ. ρ. παραμερῶ < παραμερίζω (Λεξ. Κριαρ.)
Περιφρονώ Φάρασ. : || Παροιμ. Συ παραμίρτσες τα, ‘γώ κρέμασα τα σο τσ̑ουφάλ’ τσου (Εσύ το περιφρόνησες, εγώ το κρέμασα στο κεφάλι σου˙ Όταν κάποιος παθαι αυτό που το προέλεγαν οι φίλοι του των οποίων η συμβουλή δεν εισακούστηκε) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. καταπατώ :3